- ασκάρωτος
- η , ο1) не подготовленный, не сколоченный заранее; 2) мор. не положенный на стапель
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ασκάρωτος — η, ο 1. (για σκάφη) αυτός που δεν έχει μπει ακόμη στα σκαριά («καΐκι ασκάρωτο») 2. (για οικοδομήματα) όποιος δεν έχει ακόμη θεμελιωθεί 3. (για υποθέσεις) εκείνος που δεν έχει ακόμη σχεδιαστεί … Dictionary of Greek